-
1 συν-ίσχω
συν-ίσχω (s. ἴσχω), = συνέχω, τοῖς μεγίστοις νοσήμασι συνισχόμενος, Plat. Gorg. 479 a.
-
2 συνισχω
досл. держать в тисках, перен. теснить, мучить, терзать
1 συν-ίσχω
συν-ίσχω (s. ἴσχω), = συνέχω, τοῖς μεγίστοις νοσήμασι συνισχόμενος, Plat. Gorg. 479 a.
2 συνισχω